- χορικῆς
- χορικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
επιβήματα — ἐπιβήματα, τα (AM) [επιβαίνω] μσν. συμβάντα ή γεγονότα τυχαία αρχ. «εἴδη χορικῆς ὀρχήσεως» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek
κρινόεις — κρινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα (ό)εις… … Dictionary of Greek
φερεκράτειος — α, ο / φερεκράτειος, ον, ΝΑ [Φερεκράτης] το ουδ. ως ουσ. το φερεκράτειο(ν) είδος στίχου τής αρχαίας χορικής ποίησης, που αποτελείται από τρεις πόδες, έναν δάκτυλο και δύο τροχαίους και ο οποίος διακρίνεται σε καταληκτικό και ακατάληκτο, είδος που … Dictionary of Greek
φιλοχορευτής — ὁ, Α ο φίλος τής χορικής ποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χορευτής] … Dictionary of Greek
Αλκμάν — (7ος αι. π.Χ.).Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στις Σάρδεις της Μικράς Ασίας, αλλά έζησε και πέθανε στη Σπάρτη, όπου δίδαξε μουσική, χορό και ποίηση. Από τα πιο φημισμένα έργα του ήταν τα περίφημα παρθένια, είδος λυρικών ποιημάτων που τα τραγουδούσε… … Dictionary of Greek